- αἰγίβοτος
- αἰγί-βοτος (βόσκω): fed upon by goats; as subst., goat-pasture, Od. 13.246.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αιγίβοτος — αἰγίβοτος, ον (Α) (για τόπους) αυτός στον οποίο βόσκουν κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (αἴξ) + βοτος < βόσκω] … Dictionary of Greek
αἰγίβοτος — feeding goats masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιβότου — αἰγίβοτος feeding goats masc/fem/neut gen sg αἰγιβότης masc gen sg αἰγιβότος feeding goats masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιβότῳ — αἰγίβοτος feeding goats masc/fem/neut dat sg αἰγιβότος feeding goats masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίβοτον — αἰγίβοτος feeding goats masc/fem acc sg αἰγίβοτος feeding goats neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίβοτα — αἰγίβοτος feeding goats neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίβοτοι — αἰγίβοτος feeding goats masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
αιγιβότης — αἰγιβότης, ο (Α) 1. αυτός που εκτρέφει κατσίκες 2. ο αιγίβοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (< αἴξ) + βότης < βόσκω] … Dictionary of Greek
βούβοτος — βούβοτος, ον (Α) (για τόπο) αυτός στον οποίο βόσκουν βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + βοτος < βόσκω (πρβλ. αιγίβοτος, ιππόβοτος, μηλόβοτος, πάμβοτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek